καλίγωμα

καλίγωμα
το
πετάλωμα: Αυτός δεν είναι καλός στο καλίγωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλίγωμα — και καλίβωμα, το [καλιγώνω] πετάλωμα …   Dictionary of Greek

  • πετάλωμα — το, Ν [πεταλώνω] η προσαρμογή τού πετάλου στο πέλμα τής οπλής τών ζώων, καλίγωμα …   Dictionary of Greek

  • πετάλωση — η /πετάλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ] νεοελλ. το πετάλωμα, το καλίγωμα μσν. 1. η εκβλάστηση φύλλων 2. το φύλλωμα αρχ. η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • πετάλωμα — το, ατος το κάρφωμα των πετάλων στα πόδια των ζώων, καλίγωμα (από λ. λατ. caliga = στρατιωτικό υπόδημα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”